- ὄχθης
- ὄχθηany heightfem gen sg (attic epic ionic)ὀχθέωto be sorely angeredimperf ind act 2nd sg (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ὄχθῃς — ὄχθη any height fem dat pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ισραήλ — I Επίσημη ονομασία: Κράτος του Ισραήλ Έκταση: 20.770 τ. χλμ. Πληθυσμός: 6.029.529 (2002) Πρωτεύουσα: Ιερουσαλήμ (622.091 κάτ. το 1997) *Σημ.: Η Ιερουσαλήμ ανακηρύχθηκε μονομερώς από το Ισραήλ πρωτεύουσα το 1982, στη θέση του Τελ Αβίβ, χωρίς όμως… … Dictionary of Greek
Παλαιστίνη — Η Π. βρέχεται Δ από τη Μεσόγειο και από τον κόλπο της Άκαμπα (Ερυθρά θάλασσα) στα Ν, και συνορεύει με τον Λίβανο στα Β, τις τεράστιες ερημικές ή ημιερημικές εκτάσεις της Συρίας στα Α, το Σινά στα ΝΔ. Μορφολογικά μπορεί να διαιρεθεί σε 3 λωρίδες,… … Dictionary of Greek
Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… … Dictionary of Greek
Μαζέπα, Ιβάν Στεπάνοβιτς — (Ivan Stepanovitch Mazepa, 1644 – 1709). Αρχηγός των Κοζάκων (αταμάνος) της Ουκρανίας (1687 1709). Καταγόταν από αριστοκρατική ουκρανική οικογένεια και ανατράφηκε στην Αυλή του Πολωνού βασιλιά. Υπηρέτησε διαδοχικά τους αταμάνους της Ουκρανίας, Π … Dictionary of Greek
Μολδαβία — I Κράτος της νοτιοανατολικής Ευρώπης. Συνορεύει στα Β, στα Α και στα Ν με την Ουκρανία και στα Δ με τη Ρουμανία. Δεν βρέχεται από θάλασσα.H M. ήταν μέχρι το 1991 μία από τις Σοβιετικές Δημοκρατίες. Mέχρι το 1940 το μεγαλύτερο μέρος της ανήκε στη… … Dictionary of Greek
PACTOLUS — hodie Sarabat, ex tabulis recentiorib. Lydiae fluv. ex monte Tmolo nascens, et per Sardianum agrum in Hermum influens, qui et Chrysorrhoas, ab eo quod aureas secum trahat arenulas, ex quo Midas in eo se lavisset. Plut in Pactolo: Πακτωλὸς ποταμός … Hofmann J. Lexicon universale
ποδόσφαιρο — Άθλημα, που συγκεντρώνει τους περισσότερους θαυμαστές, οι oποίοι διακρίνονται για τις ενθουσιώδεις εκδηλώσεις τους και συχνά για το φανατισμό τους. Παίζεται σε καθορισμένο ανοιχτό χώρο από δύο ενδεκαμελείς ομάδες, κάθε μια από τις oποίες… … Dictionary of Greek
Ιεριχώ — (αραβ. Ariha, εβρ. Yeriho). Πόλη (14.744 κάτ. το 1997) στη Δυτική Όχθη, Β της Νεκράς θάλασσας και Δ του Ιορδάνη ποταμού, σε απόσταση 22 χλμ. από την Ιερουσαλήμ. Το 1994 η Ι. ήταν η πρώτη πόλη της Δυτικής Όχθης που περιήλθε στην Παλαιστινιακή Αρχή … Dictionary of Greek
Μεσανατολικό — Όρος με τον οποίο αποδίδεται η μακροχρόνια διαμάχη μεταξύ των αραβικών κρατών της Μέσης Ανατολής (Μικρά Ασία, Αραβική χερσόνησος και βορειοανατολική Αφρική) και του Ισραήλ, σχετικά με εδαφικές και άλλες διεκδικήσεις. Η σύγκρουση του 1948 ανάμεσα… … Dictionary of Greek